- γογγρίον
- γογγρίον, το (Α) [γόγγρος]μικρός γόγγρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γογγρία — γογγρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουγγρί — το ζωολ. κοινή ονομασία τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας congridae, γνωστών και με τη λόγια ονομασία γόγγρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γογγρίον, υποκορ. τού γόγγρος «είδος ψαριού», με παρετυμολ. επίδραση τού μουγγρίζω] … Dictionary of Greek